- παρακατατίθημι
- Α1. εμπιστεύομαι2. μέσ. παρακατίθεμαια) καταθέτω, παραδίδω σε κάποιον χρήματα ή πράγματα για φύλαξη, κάνω παρακαταθήκη («παρακαταθέσθαι τὰ δύο τάλαντα», πάπ.)β) (για έντιμο πολίτη) παρέχω εγγυήσεις, διαβεβαιώσεις στην πολιτεία («πάσας τὰς δικαίας πίστεις παρακαταθέμενον», Δείν.)γ) εκτίθεμαι σε κίνδυνοδ) (με δοτ.) στηρίζομαι («τῇ πίστει αὐτῆς παρακατατίθεμαι», πάπ.).
Dictionary of Greek. 2013.